Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιδιότοπος
Greek Monolingual
ἰδιότοπος, -ον (Α) αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθέναςχώρα). [ΕΤΥΜΟΛ.<ιδιο- + -τοπος (<τόπος), πρβλ. άτοπος].