Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἱεραύλης, ὁ (Α)αυτός που έπαιζε τον αυλό στις θυσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -αύλης (< αυλώ, -έω) < αυλός), πρβλ. χοραύλης].