ἱεραύλης
From LSJ
English (LSJ)
ἱεραύλου, ὁ, flute-player at sacrifices, IG3.1041.19, 1048.14, al.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, der bei den Opfern die Flöte spielt, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεραύλης: -ου, ὁ, αὐλητὴς αὐλῶν ἐν ταῖς θυσίαις, Συλλ. Ἐπιγρ. 184, 187 κἑξ.
Greek Monolingual
ἱεραύλης, ὁ (Α)
αυτός που έπαιζε τον αυλό στις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -αύλης (< αυλώ, -έω) < αυλός), πρβλ. χοραύλης].