ιερείον

Greek Monolingual

ἱερεῖον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. ἱερήϊον και ἱρήϊον, τὸ (Α) ιερεύς
1. το ζώο που σφαζόταν για θυσίαἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», Ομ. Ιλ.)
2. ζώο που σφαζόταν για τροφή, σφαχτό
3. θυσία προς τιμή τών νεκρών.