ἱερήϊον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Ion. for ἱερεῖον, Hom.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, ion. u. ep. = ἱερεῖον.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱερεῖον.
Russian (Dvoretsky)
ἱερήϊον: τό эп. = ἱερεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερήϊον: τό, Ἰων. ἀντὶ ἱερεῖον, Ὅμ.
Greek Monolingual
ἱερήϊον, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. ιερείον.
Greek Monotonic
ἱερήϊον: τό, Ιων. αντί ἱερεῖον.