ἰθυμάχος, -ον (Α)1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος, πυγμάχος].