ἰθυτενής, -ές (Α)1. ευθυτενής, ευθύς2. όρθιος, κάθετος. επίρρ...ἰθυτενῶς (Μ)κατευθείαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τενης (< τένος, το < τείνω), πρβλ. αλιτενής, ευθυτενής].