ικέτης

Greek Monolingual

ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, -ιδος)
αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία
νεοελλ.
αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί
αρχ.
αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι «φτάνω, πετυχαίνω τον στόχο μου» + κατάλ. -έτης (πρβλ. ηχέτης, οικέτης). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη μορφή iketa, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: Ἱκετάων, Ἱκέτυλλος.
ΠΑΡ. ικέσιος, ικετεύω, ικετήριος, ικετικός
αρχ.
ικετήσιος, ικετώσυνος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικεταδόκος
μσν.
ικετοδόχος].