Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἰκτερόεις, -εσσα, -εν (Α)ικτεριώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -(ο)εις, (πρβλ. αλγινόεις, δακρυόεις)].