ικτερόεις

Greek Monolingual

ἰκτερόεις, -εσσα, -εν (Α)
ικτεριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -(ο)εις, (πρβλ. αλγινόεις, δακρυόεις)].