Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιμαίος
Greek Monolingual
ἱμαῖος, -α, -ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση του νερού 2.το ουδ. ως ουσ.τὸ ἱμαῖον (ενν. μέλος) εργατικό τραγούδικατά την άντληση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος και προέρχεται πιθ. από ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)].