ιμαντίσκος
Greek Monolingual
ἱμαντίσκος, ὁ (Α)
μικρός ιμάς, λουράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ να-ΐσκος, ορμ-ίσκος)].
ἱμαντίσκος, ὁ (Α)
μικρός ιμάς, λουράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ να-ΐσκος, ορμ-ίσκος)].