ἱματηγός, -όν (Α)αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ηγός (< ἄγω, με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχηγός, κυνηγός].