Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ινοσάρκωμα
Greek Monolingual
το σπάνιοςκακοήθης όγκος του ινώδους ιστού που εμφανίζεται σε νεαρά ενήλικα άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrosarcome<fibro- <fibre «ίνα» +sarcoma (πρβλ. σάρκωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ιούλιο Γαλβάνη].