ιοβάπτης

Greek Monolingual

ἰοβάπτης, ὁ (Α)
βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχοβάπτης.