ιοστέφανος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)
τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.
γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)
αρχ.
(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος.