ιπνοκαής

Greek Monolingual

ἰπνοκαής, -ές (Α)
ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -καής (< καίω), πρβλ. ηλιοκαής, πυρικαής].