ιππίατρος
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱππίατρος, Α και ἱππιατρός, Μ και ἱπποϊατρός)
ο ειδικός στη θεραπεία τών ίππων, γιατρός τών αλόγων.
Translations
English: horse doctor, hippiater; Finnish: hippiatri, hevoslääkäri; French: hippiatre; German: Pferdearzt, Pferdeärztin, Rossarzt, Rossärztin; Volapük: jevodisanan, jevodihisanan, jevodijisanan