ιππίδιον

Greek Monolingual

το (Α ἱππίδιον)
νεοελλ.
1. (υποκορ. του ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι
2.
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρίδιον, χοιρίδιον)].