ιπποτροφία

Greek Monolingual

η (Α ἱπποτροφία) ιπποτρόφος
νεοελλ.
κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με την αναπαραγωγή, την εκτροφή και την εκμετάλλευση τών ίππων
αρχ.
1. η εκτροφή και συντήρηση ίππων, ιδίως για ιπποδρομικούς αγώνες
2. επιγρ. (ως λειτουργία) η υποχρέωση του πολίτη για συντήρηση πολεμικού ίππου.