ιπποφορβός

Greek Monolingual

ἱπποφορβός, -όν (Α)
1. αυτός που τρέφει, που διατηρεί ίππους, ιπποτρόφος
2. φρ. «αὐλὸς ἱπποφορβός» — αυλός από φλούδα δάφνης, τον οποίο μεταχειρίζονταν οι ιπποφορβοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. βουφορβός].