ισοτριβής

Greek Monolingual

ἰσοτριβής, -ές (Α)
αυτός που πιέζει εξίσου τα καθίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. μεσοτριβής, νεοτριβής].