Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισχέθυρον
Greek Monolingual
ἰσχέθυρον, τὸ (Α) το πλαίσιο παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰσχε-, τ., στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. εχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -θυρον (<θύρα), πρβλ. παρά-θυρον, υπέρ-θυρον].