ισχυροποιώ

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχυροποιῶ, -έω) ισχυροποιός
1. καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω, ενδυναμώνω
2. καθιστώ έγκυρο, καθιερώνω.