ισχυρόφωνος

Greek Monolingual

ἰσχυρόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, ισχνόφωνος].