ισόφρων

Greek Monolingual

ἰσόφρων, -ονος ὁ (Α)
αυτός που σκέπτεται ορθά, ο μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φρων (< φρην), πρβλ. θερμό-φρων, κενό-φρων].