ἰσόφρων
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, fair-minded, εὐθυντήρ IG9(1).877 (Corc., i B.C.).
Greek Monolingual
ἰσόφρων, -ονος ὁ (Α)
αυτός που σκέπτεται ορθά, ο μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φρων (< φρην), πρβλ. θερμό-φρων, κενό-φρων].