Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισόχωρος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον 2.φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰσ(ο)- + -χωρος (<χώρος), πρβλ. ευρύχωρος, στενόχωρος].