ιχθυστεφής

Greek Monolingual

ἰχθυστεφής, -ές (Α)
ιχθυοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -στεφής (< στέφος, το), πρβλ. ακανθοστεφής, ροδοστεφής].