ἰχθυστεφής
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἰχθυστεφές, fish-crowned, κόλποι Ἀμφιτρίτας Tim.Pers.38.
Greek Monolingual
ἰχθυστεφής, -ές (Α)
ιχθυοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -στεφής (< στέφος, το), πρβλ. ακανθοστεφής, ροδοστεφής].