ιχθυοστεφής

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἰχθυοστεφής και ἰχθυστεφής, -ές (Α)
στεφανωμένος με ψάρια («ἐν ἰχθυοστεφέσι... κόλποις Ἀμφιτρίτας», Τιμόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. ακανθοστεφής, ροδοστεφής].