ιχθυόκολλα

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰχθυόκολλα)
1. τεχνολ. παχύρρευστη συγκολλητική ύλη που λαμβάνεται με βρασμό τών υπολειμμάτων της κατεργασίας ψαριών, ψαρόκολλα
2. (χημ.-τεχνολ.) κόλλα που παρασκευάζεται με πρώτη ύλη τα ψάρια και κυρίως τη νηκτική κύστη ψαριών και που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση οίνων
αρχ.
(στον Πλίνιο) το ψάρι από το οποίο παράγεται η κόλλα αυτή, ο αντακαίος.