ἰχθυόκολλα
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ, fish-glue, i.e. isinglass, Dsc.3.88, Gal.13.662, cf. Plin.HN32.84:—also ἰχθυοκολλον, τό, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, Fischleim, Hausenblase, Geopon., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυόκολλα: ἡ, ἡ «ψαρόκολλα», Διοσκ. 3. 102, Γαλην. τ. 13, σ 738, Γεωπον. 13. 14, 13. 2) παρὰ Πλινίῳ, ὁ ἰχθὺς ὁ παράγων αὐτήν, ἀντακαῖος, 32. 27.
Greek Monolingual
ἡ (Α ἰχθυόκολλα)
1. τεχνολ. παχύρρευστη συγκολλητική ύλη που λαμβάνεται με βρασμό τών υπολειμμάτων της κατεργασίας ψαριών, ψαρόκολλα
2. (χημ.-τεχνολ.) κόλλα που παρασκευάζεται με πρώτη ύλη τα ψάρια και κυρίως τη νηκτική κύστη ψαριών και που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση οίνων
αρχ.
(στον Πλίνιο) το ψάρι από το οποίο παράγεται η κόλλα αυτή, ο αντακαίος.