Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιώνιος
Greek Monolingual
ἰώνιος, -ία, -ον, θηλ. και ἰωνίς και ἰωνιάς (Α) Ίωνες 1.ιωνικός 2. (το θηλ. ως εθν.) ἡ Ἰωνίς και Ἰωνιάς γυναίκα ιωνικής καταγωγής ή κάτοικος της Ιωνίας 3.φρ. «ἰώνιος τρόπος» — η ιωνική διάλεκτος.