κάθιδρος

English (LSJ)

κάθιδρον, sweating violently, LXX Je.8.6, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1285] = καθίδρως, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κάθιδρος: -ον, = καθίδρως, Ἑβδ. (Ἰερ. Η΄, 6), Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάθιδρος, -ον, Α και καθίδρως, -ωτος, ό, ή)
γεμάτος ιδρώτα, καταϊδρωμένος, βουτηγμένος στον ιδρώτα, κατακουρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ιδρος (< ἱδρώς) πρβλ. άνιδρος, έφιδρος].