κάτασπρος

Greek Monolingual

και κατάσπρος, -η, -ο
1. κατάλευκος, ολόλευκοςκατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.)
2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός.