ολόλευκος

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).