κάτειρξις

English (LSJ)

v. κάθειρξις.

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, das Einschließen, Einsperren, s. κάθειρξις.

Greek (Liddell-Scott)

κάτειρξις: -εως, ἡ, τὸ κατείργειν.

Greek Monolingual

κάτειρξις, -είρξεως, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθειρξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάθειρξις με ιων. ψίλωση].