κάθειρξη

From LSJ

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63

Greek Monolingual

η (AM κάθειρξις)
περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση
νεοελλ.
η βαρύτερη από τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)].