κένδυλα

English (LSJ)

τά, also κένδῡλα or κενδύλη, ἡ, dub.l.for σχενδύλα (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κένδῡλα: τὰ, ὡσαύτως κένδῡλα ἢ κενδύλη, ἡ, ἀμφ. γραφ. ἀντὶ σχένδυλα.

Russian (Dvoretsky)

κένδῡλα: τά Anth. v.l. = σχένδυλα.

German (Pape)

[ῡ], τά, f.l. für σχένδυλα, Ep.adesp. 90 (XI.203).