καθάρευσις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1281] ἡ, das Reinsein, Hesych.
Greek Monolingual
καθάρευσις, ἡ (Α) καθαρεύω
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. αγιασμός) αγιότητα, καθαρισμός, αγνότητα.
[Seite 1281] ἡ, das Reinsein, Hesych.
καθάρευσις, ἡ (Α) καθαρεύω
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. αγιασμός) αγιότητα, καθαρισμός, αγνότητα.