καθίδρυμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἵδρυμα, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1285] τό, = ἵδρυμα.

Greek (Liddell-Scott)

καθίδρῡμα: τό, = ἵδρυμα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ (Α καθίδρυμα) καθιδρύω
το αποτέλεσμα του καθιδρύω, ίδρυμα
αρχ.
άγαλμα.