καθαρευουσιάνος

Greek Monolingual

ο καθαρεύουσα
1. οπαδός της καθαρεύουσας, καθαρολόγος, αυτός που γράφει και μιλάει την καθαρεύουσα και υποστηρίζει τη χρήση της
2. φανατικός διώκτης της δημοτικής γλώσσας και τών δημοτικιστών, γλωσσαμύντορας.