καθυπερηφανία

English (LSJ)

v. καθυπερηφανέω.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανία: ἡ, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπερηφανία, Φιλόδ. π. κακιῶν 16. 5, Sauppe.

Greek Monolingual

καθυπερηφανία, ἡ (Α)
(επιτατ. του υπερηφανία) μεγάλη περηφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανία < ὑπερήφανος.