κακοδία

English (LSJ)

ἡ, opp. εὐοδία, = κακὴ ὁδός, Et.Gud.App.672.5.

Greek Monolingual

κακοδία, ἡ (Α)
η κακή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -οδία (< -οδος < ὁδός), πρβλ. πολυοδία].