πολυοδία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, long journey, LXX Is.57.10.
German (Pape)
[Seite 667] ἡ, langer Weg, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πολυοδία: ἡ, μακρὰ ὁδός, μακρὰ ὁδοιπορία, Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝΖ΄, 10).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία
2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῦ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.)
3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὁδός + κατάλ. -ία (πρβλ. παρ-οδ-ία)].