εὐοδία

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐοδία Medium diacritics: εὐοδία Low diacritics: ευοδία Capitals: ΕΥΟΔΙΑ
Transliteration A: euodía Transliteration B: euodia Transliteration C: evodia Beta Code: eu)odi/a

English (LSJ)

ἡ,
A a good journey, καὶ σοὶ δ' εὐοδίης τρίβον ὄλβιον εὔχομαι εἶναι Arch.Pap.1.221 (ii B. C.): hence εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν good wishes for one's success, A.Fr.36; personified, OGI77 (Alexandria, iii B. C.): metaph., κατ' εὐοδίαν Phld. Rh.2.27 S.: c. gen., εὐ. τοῦ ἐλθεῖν a good opportunity of coming, PMich. in Class.Phil.22.250 (ii A. D.).
II success, Demetr.Lac.1012.47 F., 1429.2 F.
III permeability, τῶν πόρων Sor.1.86.

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, guter Weg, Aesch. Glauc. 28; ἀγαθή Ar. Ran. 1528; – übertr., = εὐπραξία, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne route, bon voyage.
Étymologie: εὔοδος.

Russian (Dvoretsky)

εὐοδία: ἡ (тж. ἀγαθὴ εὐ. Soph.) хороший путь, счастливая дорога Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐοδία: καλὴ πορεία, καλὸν ταξείδιον, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 34) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1528, ἔνθα τὸ εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν, πρέπει νὰ σημαίνῃ εὐχὰς ἀγαθὰς πρὸς ἐπιτυχίαν τινός, (πρβλ. τὸ τῆς καθωμιλημένης, «κατευόδιον»).

Greek Monolingual

εὐοδία, ἡ (Α) εύοδος
1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο)
2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» — εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου
β) μτφ. «κατ' εὐοδίαν» — κατ' ευχήν
3. ευκαιρίαεὐοδία τοῦ ἐλθεῖν» — καλή ευκαιρία για να έλθει κάποιος, πάπ.)
4. επιτυχία
5. εύκολη διαπεραστικότητα («εὐοδία τῶν πόρων», Σωρ.)
6. μτφ. ο ίσιος δρόμος, ο δρόμος της δικαιοσύνης
7. ευημερία, ευδαιμονία, ευμάρεια.

Greek Monotonic

εὐοδία: ἡ (εὔοδος), καλό ταξίδι, ευχές για καλό ταξίδι, για καλό κατευόδιο, σε Αισχύλ. παρά Αριστοφ.

Middle Liddell

εὐοδία, ἡ, εὔοδος
a good journey, wishes for a good journey, Aesch. ap. Ar.