κακοθαλπής
English (LSJ)
κακοθαλπές, (θάλπω) warming badly, Hsch. s.v. δυσθαλπέος.
German (Pape)
[Seite 1300] ές, schlecht wärmend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθαλπής: -ές, (θάλπω) κακῶς θερμαίνων, Ἡσύχ. ἐν λ. δυσθαλπέος.
Greek Monolingual
κακοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που δεν θερμαίνει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θαλπής (< θάλπος), πρβλ. πολυθαλπής].