1. (για τραύματα, εξανθήματα κ.λπ.) (αμβτ.) ερεθίζομαι, φλεγμαίνομαι, παίρνω άσχημη τροπή, διαπυούμαι («κακοφόρμισε η πληγή σου»)
2. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή ή διαπύηση τραύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- (< επίρρ. κακά) + φορμίζω (< ἀφορμίζω) «ερεθίζω, μολύνω ένα τραύμα»].