φορμίζω

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμίζω Medium diacritics: φορμίζω Low diacritics: φορμίζω Capitals: ΦΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: phormízō Transliteration B: phormizō Transliteration C: formizo Beta Code: formi/zw

English (LSJ)

A play the φόρμιγξ, Il.18.[605], Od.1.155, 4.18, 8.266.
II c. acc., sing to the lyre of a thing, Hermesian.7.48.

German (Pape)

[Seite 1300] die Phorminx, die Cither spielen, Od. 1, 155. 4, 18. 8, 266.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
jouer de la lyre.
Étymologie: φόρμιγξ.

Russian (Dvoretsky)

φορμίζω: играть на форминге Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φορμίζω: μέλλ. -ίσω, Δωρ. -ίξω, παίζω τὴν φόρμιγγα, κιθαρίζω, Ἰλ. Σ. 605, Ὀδ. Α. 155., Δ. 18, Θ. 266. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ᾄδω τι πρὸς φόρμιγγα, Σαπφοῦς φορμίζων ἱμερόεντα πόθον Ἑρμησιάναξ 3. 48.

English (Autenrieth)

touch or play the phorminx (lyre, lute), Il. 18.605; said also of one playing the κίθαρις, Od. 1.155.

Greek Monolingual

(I)
Ν
(κυρίως στον Ερωτόκρ.) χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμίζω «γίνομαι έξαλλος, χάνω τα λογικά μου», με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].
(II)
Α φόρμιγξ, -ιγγος]
(ποιητ. τ.)
1. παίζω τη φόρμιγγα
2. (με αιτ.) εκτελώ μουσικό σκοπό με τη φόρμιγγα.

Greek Monotonic

φορμίζω: μέλ. -ίσω, Δωρ. -ίξω, παίζει τη φόρμιγγα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

to play the φόρμιγξ, Hom.