κακόθυμος

English (LSJ)

κακόθυμον, ill-disposed, Man.4.564, Adam.2.24.

German (Pape)

[Seite 1300] übelgesinnt, abgeneigt, Sp., wie Man. 4, 564.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόθῡμος: ον κακῶς διατεθειμένος, Μανέθων 4. 564, Πολέμων ἐν Φυσιονγ. 251.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόθυμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος
αρχ.
ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύθυμος, οξύθυμος].